μουσῳδός

μουσῳδός
μουσῳδός, όν, ([etym.] ᾠδή)
A singing, making music, Man.5.143.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουσωδός — μουσῳδός, όν (Α) μελωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • μουσῳδόν — μουσῳδός singing masc/fem acc sg μουσῳδός singing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”